ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΕΝΗ ΦΩΚΑ

Η Ελένη Φωκά αποτελεί μια φυσιογνωμία - σύμβολο για τους εγκλωβισμένους της Βόρειας Κύπρου.



Ελένη Φωκά, η Δασκάλα του Γένους
                      

                        


Η Ελένη Φωκά υπηρέτησε για 23 χρόνια ως δασκάλα στην κατεχόμενη Βόρεια Κύπρο, αντιμετώπισε τους Τούρκους εποίκους ολομόναχη και πέρασε τα πάνδεινα για να προσφέρει μόρφωση στα λιγοστά εγκλωβισμένα Κυπριόπουλα και για να δίνει κουράγιο στους χιλιοταλαιπωρημένους συγχωριανούς της. Σήμερα ζει με τις μνήμες της σ’ ένα προάστιο της Λευκωσίας, όπου βρίσκεται το προσφυγικό, λιτό – κατά δική της απαίτηση- σπιτάκι της.

Η Ελένη Φωκά μεγάλωσε στην Αγία Τριάδα Γιαλούσας στο Ριζοκάρπασο. Ήταν η μεγαλύτερη από τα εννέα παιδιά της Λουκίας και του Λύσανδρου Φωκά (πέντε κορίτσια και τέσσερα αγόρια). Καταγόταν από μια αγροτική οικογένεια, η οποία ασχολούνταν με αγροτικές εργασίες, με την καλλιέργεια καπνών, ελιών, χαρουπιών, σιτηρών. Τα παιδιά βοηθούσαν κάθε μέρα στις δουλειές, αλλά ο πατέρας είχε μεγάλη επιθυμία να μορφώσει στα παιδιά του.

Μόνον η Ελένη και άλλη μια αδελφή της πρόλαβαν να σπουδάσουν . Όλα τα άλλα παιδιά τα πρόλαβε η εισβολή του 1974. Όταν οι τουρκικές βόμβες βομβάρδιζαν το καλοκαίρι του 1974 το Ριζοκάρπασο, η Ελένη ήταν 24 ετών, πτυχιούχος οικιακής οικονομίας Ελληνικού πανεπιστημίου. Από το 1973 είχε διοριστεί ως εκπαιδευτικός στο νησί. Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου και η εισβολή της 20ης Ιουλίου του 1974 την βρήκαν στο σπίτι της στην Αγία Τριάδα.  Παρακάτω παραθέτονται αποσπάσματα της συνέντευξης της στις 8/8/2010 στην δημοσιογράφο Θεοδοσία Κοντζόγλου του ραδιοτηλεοπτικού σταθμού SKAI.

«Βλέπαμε τα πλοία και τα αεροπλάνα με φόβο και τρόμο. Στη 2η εισβολή στις 15 Αυγούστου, οι Τούρκοι ήρθαν και στην Γιαλούσα. Νωρίτερα, είχαν αποκόψει τη χερσόνησο της Καρπασίας και έτσι δεν μπορούσαμε να φύγουμε.
Ακούσαμε τα νέα της αποκοπής του δρόμου από το ραδιόφωνο. Τρομάξαμε. Φώλιασε ο φόβος μέσα μας. Εκείνη τη μέρα ο πατέρας μου ήταν στους αγρούς. Έτρεξα με το ποδήλατο να του πω ότι έπρεπε να γυρίσει αμέσως στο σπίτι. Στο δρόμο έβλεπα κόσμο να τρέχει και να κλαίει.

Μόλις μπήκαν οι Τούρκοι στο χωριό, έκαναν κέρφιου (σ.σ. περιορισμό στην κυκλοφορία των ατόμων). Ρήμαξαν όλα τα καταστήματα. Μας μάζεψαν στην εκκλησία λίγο μετά το μεσημέρι. Μπήκαν με τα τανκς και οι προπομποί τους φώναζα με ντουντούκες ό,τι έπρεπε να μαζευτούμε στην εκκλησία.

Μάζεψαν όλους τους άνδρες. Από τον πατέρα μου που ήταν ηλικιωμένος έως τον μικρότερο αδελφό μου που ήταν μαθητής γυμνασίου. Όλους τους πήγαν στα Άδανα. Μόνον ο ένας αδελφός μου που ήταν στρατιώτης σώθηκε.

Τους πήραν με τα λεωφορεία. Όλα ήταν βαμμένα με μαύρη μπογιά. Ακόμα και τα τζάμια των αυτοκινήτων. Τους πήγαν στον ξενοδοχείο Ντόουμ στην Κερύνεια. Εκεί απελευθέρωσαν τον πατέρα μου γιατί ήταν ηλικιωμένος. Τα αγόρια τα πήραν…

Τα κορίτσια τα βίασαν, πολλά κορίτσια βίασαν. Μακάρι να μη ζούσαμε. Ζήσαμε όμως και ο πόνος του κάθε συγχωριανού ήταν πόνος όλων των υπολοίπων. Οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν του βιασμούς για να σκορπίσουν τον φόβο. Τελικά δεν άφησαν άνθρωπο χωρίς να τον βασανίσουν».


Έχει δώσει αρκετές συνεντεύξεις που περιγράφει τα γεγονότα που σημάδεψαν την ζωή της, για την τουρκική επίθεση και κατοχή, για το καθεστώς που διέλυσε την Κυπριακή Δημοκρατία και επέβαλε ένα είδος άπαρτχαϊντ.

«Οι άνδρες έπρεπε να παρουσιαστούν τρεις και τέσσερις φορές την ημέρα στο κέντρο του χωριού. Με τα μάτια ακίνητα σαν άγαλμα. Αν κοίταζε κάποιος αλλού, τον κτυπούσαν βάναυσα.

Δεν μπορούσες να βγεις έξω από το σπίτι σου. Αν κάποιος έπρεπε να κινηθεί όπως ο πατέρας μου που είχε ζώα και έπρεπε να τα ταΐσει, έπρεπε να πάρει άδεια. Σε 10-15 μήνες μας πήραν και τα σιτηρά και τα καπνά και τα χαρούπια και τα ζώα. Έφεραν και τους εποίκους που μας κτυπούσαν κάθε φορά που προσπαθούσαμε να αντιδράσουμε στις κλοπές τους. Κτύπησαν τον πατέρα μου τρεις φορές όταν πήγαν να του κλέψουν τα προϊόντα της σοδιάς. Και όταν πήγε να διαμαρτυρηθεί, βρέθηκε στη φυλακή.

Περιουσία δεν είχαμε, ασφάλεια δεν είχαμε, διακινδυνεύαμε κάθε στιγμή. Βίαζαν τα κορίτσια και φυλάκιζαν και κτυπούσαν τα αγόρια για να μας υποχρεώσουν να φύγουμε. Αν και υπήρχε απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας που προέβλεπε ότι μπορούσαμε να αποφασίσουμε που θα ζήσουμε, ωστόσο εκδιώχθηκε ο κόσμος υπογράφοντας μάλιστα εκβιαστικά ότι «δια της ιδίας θελήσεως» έφευγε. Δεν ξέρουμε τα μαρτύρια του καθ ενός. Ξέρω τα δικά μου… Αναγκαστικά ο κόσμος έφευγε. Κυρίως για να προστατεύσουν τα μικρά παιδιά τους.

Πέρα από το θάνατο και το ανάθεμα δεν υπάρχει άλλος θάνατος. Έτσι αποφάσισα να παραμείνω στο κατεχόμενο χωριό μου. Ήξερα πια τι με περίμενε. Και οι Τούρκοι φρόντιζαν κάθε μέρα να μας θυμίζουν ότι ήμασταν ανεπιθύμητοι. Τον πατέρα μου τον βασάνιζαν πολύ. Εκείνος φώναζε και φώναζε και μαζί μου γιατί εγώ δεν ήθελα να φύγω. Είχε αγανακτήσει.

Έκλεψαν όλα τα πράγματα του σχολείου. Επέβαλλαν φόρους στον πατέρα μου αν και μας εκμεταλλεύονταν την περιουσία. Εκείνος δεν πλήρωσε και του έβαλαν πρόστιμο. Το πλήρωσε τελικά ένας Κύπριος για να μην τον πάρουν φυλακή. Ήταν ο οδηγός του λεωφορείου του χωριού. Φυσικά του επέστρεψα του ανθρώπου τα χρήματα.

Πέρασε ο Ιούλιος, ο Αύγουστος του 1974 και τον Σεπτέμβρη άρχισαν τα σχολεία. Είχαν μείνει στα κατεχόμενα της Β. Κύπρου κι άλλοι εκπαιδευτικοί αν και οι Τούρκοι τους υποχρέωσαν να κάνουν αίτηση να φύγουν».


Έπειτα η κ. Φωκά κάνει αναφορά στην συμπεριφορά των Τούρκων εποίκων ως προς τον ελληνικό πληθυσμό, τα βασανιστήρια και τους βιασμούς των μαθητών της και εν τέλει στην εκδίωξη της ιδίας από τον τόπο της, καθώς η τουρκική πλευρά δεν επιθυμούσε την διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και θρησκείας στα Ελληνόπουλα της κατεχόμενης Κύπρου.

«Ήταν εκεί η οικογένεια της διευθύντριας του σχολείου Θάλειας Καουτζιάνη. Συνέλαβαν τον άντρα της και ήταν αγνοούμενος. Κακοποιούσαν τον γιό της κάθε μέρα. Έμεινε εκείνη. Άρχισαν άλλα προβλήματα και αναγκάστηκε η διευθύντρια να φύγει. Κι άλλες εκπαιδευτικοί που είχαν μείνει, αναγκάστηκαν να φύγουν εξ’ αιτίας των καθημερινών προβλημάτων. Έφυγαν όλοι. Έμεινα εγώ. Δεν μπορούσα να ζητήσω από τους Τούρκους να μου επιτρέψουν να μείνω. Ήρθαν όμως κάποιοι γονείς και με παρακάλεσαν: «Δεν θέλουμε να μάθουν γράμματα αλλά να τα αφήνουμε στα χέρια σας για ασφάλεια». Έτσι, μου είπαν να γράψω στο υπουργείο. Εκεί ήταν δύο ακόμα δασκάλες. Έστειλα την επιστολή στο Υπουργείο Παιδείας και μετά από ένα ολόκληρο χρόνο έδωσαν την άδεια να λειτουργήσει το σχολείο.

Ζήσαμε πολύ σκληρές συνθήκες. Καθημερινά στο σχολείο έρχονταν οι Τούρκοι και λέρωναν με ακαθαρσίες στη βεράντα του σχολείου. Πετούσαν στην πόρτα τις ακαθαρσίες τους. Ή τις κρεμούσαν στο πόμολο της πόρτας μέσα σε νάιλον σακούλα. Φώναζα τους στρατιώτες των Ηνωμένων Εθνών να τα δουν.  Τις τουαλέτες τις καθάριζα νωρίς το πρωί πριν έρθουν τα παιδιά γιατί αυτά δεν έφταιγαν.

Αλλά φυσικά όσο τα καταγγέλλαμε, τόσο ποιο πολλά γίνονταν. Ακόμα και μέσα στην εκκλησία λέρωναν.
Όταν ζητούσαμε υλικά, χλωρίνες κλπ τα έφερναν τα παιδιά απ τα πράγματα που έστελναν οι συγγενείς των εγκλωβισμένων στις οικογένειες.

Μας έκοβαν το νερό. Έβγαζα το νερό από το πηγάδι και το μεταφέραμε σε δοχεία και με αυτό καθαρίζαμε το σχολείο. Άλλοτε έριχναν ψόφια ζώα μέσα στο ντεπόζιτο του νερού για να μη μπορούν τα παιδιά να το χρησιμοποιήσουν. Τα έδειχνα αυτά όλα στα Ηνωμένα Έθνη και γι αυτό θεωρήθηκα ενοχλητική από τους Τούρκους.

Τα παιδιά τα εκφόβιζαν ότι θα τα σκοτώσουν, ότι θα τα βιάσουν. Και βίασαν παιδιά κάτω των 14 ετών. Ζήτησα από τους γονιούς να τα φέρουν κοντά μας. Όταν κάποιος γονιός δεν μπορούσε, πήγαινα εγώ να τα πάρω. Έξω από την πόρτα της τουαλέτας του σχολείου, στεκόμουν πάντα κάθε φορά που ένα παιδί έπρεπε να κάνει χρήση ή έστελλα τα παιδιά δύο- δύο. Γιατί τα κακοποιούσαν, τα έδερναν οι Τούρκοι στρατιώτες και οι έποικοι.

Όσο για τα βιβλία δεν μας έδιναν. Έστελλε το Υπουργείο αλλά τα κρατούσαν τα κατοχικά στρατεύματα. Και όταν μας έδιναν κάποια γύρω στο Φλεβάρη, δεν μας έδιναν τον τρίτο ή τον τέταρτο τόμο. Έτσι δυσκόλευαν το έργο μου ακόμα πιο πολύ. Γι αυτό και χρησιμοποιούσαμε τα παλιά βιβλία. Ήταν ένας συνεχής πόνος. Μια διαρκής αγανάκτηση. Αισθανόμασταν μετέωροι. Δεν είχαμε που να πιαστούμε, που να κρατηθούμε και η κυπριακή κυβέρνηση δεν μπορούσε να μας βοηθήσει.

Ακόμα και τα τζάμια, μας τα έσπαζαν, τα κεραμίδια μας τα έπαιρναν και έτρεχαν τα νερά μέσα στις αίθουσες. Όταν ζητούσαμε τζάμια ή κεραμίδια, η κυπριακή κυβέρνηση μας έστελλε ακόμα και τουρκοκύπριους να μας τα φτιάξουν. Την επόμενη μέρα όμως πάλι τα τζάμια έσπαγαν και τα κεραμίδια έφευγαν. Μέχρι και τις λάμπες μας έκλεβαν».


Παρακάτω μπορείτε να βρείτε ηλεκτρονικό υλικό με συνεντεύξεις της ίδιας της Ελένης Φωκά στον δημοσιογραφικό φακό.



Παραπομπές:







 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου